-
1 παρακολούθησις
2 κατὰ -ησιν as an incidental result, Chrysipp.Stoic.2.336.II following with the mind, understanding, Plu.2.1144b, Arr.Epict.1.6.13, A.D.Synt.37.16, M.Ant.3.1; διὰ τὴν τῶν πολλῶν π. Gal.6.817; ῥᾴονος ἕνεκα π. Nicom.Harm.1; διὰ τὸ μὴ ἔχειν -ήσεις, of a mentally defective person, Mitteis Chr. 96 ii 8 (iv A.D.).3 awareness, consciousness, Plot. 1.4.10 (pl.),3.9.3, 4.3.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακολούθησις
См. также в других словарях:
παρακολούθηση — η / παρακολούθησις, ήσεως, ΝΑ [παρακολουθώ] 1. η ενέργεια τού παρακολουθώ, το να ακολουθεί κανείς κάποιον από κοντά, να βαδίζει στα ίχνη του 2. σαφής αντίληψη, κατανόηση όσων λέγονται από κάποιον («είναι δύσκολη η παρακολούθηση τών σκέψεών του»)… … Dictionary of Greek